σατυριακή

σατυριακή
σατυριακή
antidote
fem nom/voc sg (attic epic ionic)
σατυριακός
antidote
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σατυριακά — σατυριακά̱ , σατυριακή antidote fem nom/voc/acc dual σατυριακά̱ , σατυριακή antidote fem nom/voc sg (doric aeolic) σατυριακός antidote neut nom/voc/acc pl σατυριακά̱ , σατυριακός antidote fem nom/voc/acc dual σατυριακά̱ , σατυριακός antidote fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατυριακός — ή, όν, Α [σατυριῶ] 1. αυτός που προκαλεί σατυρίαση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σατυριακή ονομασία αντιδότου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”